- μετοπώρου
- μετόπωρονlate autumnneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σφηκίον — τὸ, Α [σφήξ, ηκός] 1. κυψελίδιο στη φωλιά σφηκών («τοῡ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῑστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», Αριστοτ.) 2. υποκορ. τού σφήξ … Dictionary of Greek
φυλλοβολώ — έω, Α [φυλλοβόλος] 1. ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο και τον χειμώνα («φυλλοβολεῖ δὲ πάντα τοῦ μετοπώρου καὶ μετὰ τὸ μετόπωρον», Θεόφρ.) 2. (για άνθος) χάνω τα πέταλά μου («ῥόδα φυλλοβολοῡντα», Καλλίμ.) 3. ραίνω με φύλλα… … Dictionary of Greek